- οζοντισμός
- και οζονισμός, οχημ. χημική διεργασία που συνίσταται στην κατεργασία ενός σώματος με όζον για τη χημική μετατροπή του ή την αποστείρωση του.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ozonisation (< όζον* + -ισμός*)].
Dictionary of Greek. 2013.